Μαθήτρια στα πολωνικά

Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źrenica, uczeń, uczennica, schoolgirl, uczennicy, uczennicą
Μαθήτρια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας πολωνικά, μαθήτρια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μαζεύω στα πολωνικά - sortować, motyka, wnioskowanie, zbierać, nabieranie, narwać, zwijać, ...
  • μαζικός στα πολωνικά - wiec, msza, koncentrować, gromadzić, masa, zlepek, mnóstwo, ...
  • μαθηματικά στα πολωνικά - arytmetyczny, arytmetyka, matematyka, rachunkowy, matematyki, matematykę, Mathematics, ...
  • μαθηματικός στα πολωνικά - matematyka, matematyk, matematykiem
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: źrenica, uczeń, uczennica, schoolgirl, uczennicy, uczennicą