Μαθήτρια στα ιταλικά

Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allievo, scolaro, pupilla, studente, alunno, scolara, studentessa, schoolgirl, scolaretta, della scolara
Μαθήτρια στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας ιταλικά, μαθήτρια στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μαζεύω στα ιταλικά - pantano, radunare, picco, cogliere, raccogliere, palude, acquitrino, ...
  • μαζικός στα ιταλικά - massa, mole, di massa, messa, mass, la massa
  • μαθηματικά στα ιταλικά - aritmetica, matematica, la matematica, di matematica, della matematica, matematiche
  • μαθηματικός στα ιταλικά - matematico, matematica, il matematico, matematico di
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: allievo, scolaro, pupilla, studente, alunno, scolara, studentessa, schoolgirl, scolaretta, della scolara