Μαθήτρια στα τούρκικα
Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğrenci, kız öğrenci, schoolgirl, liseli, liseli kız
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαθήτρια
μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας τούρκικα, μαθήτρια στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μαζεύω στα τούρκικα - bataklık, toplanmak, biriktirmek, batak, toplamak, devşirmek, toplama, ...
- μαζικός στα τούρκικα - kitle, kütle, toplu, kitlesel, kütlesi
- μαθηματικά στα τούρκικα - matematik, Matematiği, Mathematics, matematiğin
- μαθηματικός στα τούρκικα - matematikçi, bir matematikçi, matematikçisi, matematikçiydi
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öğrenci, kız öğrenci, schoolgirl, liseli, liseli kız
Μεταφράσεις: öğrenci, kız öğrenci, schoolgirl, liseli, liseli kız