Μαθήτρια στα ρουμανικά
Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elev, școlăriță, scolarita, elevă, Schoolgirl, de scolarita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαθήτρια
μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μαθήτρια στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μαζεύω στα ρουμανικά - târnăcop, mlaştină, aduna, colecta, colecteze, a colecta, să colecteze
- μαζικός στα ρουμανικά - masă, masa, de masă, în masă, masei
- μαθηματικά στα ρουμανικά - aritmetică, matematică, matematic, aritmetic, matematica, matematicii, matematice, ...
- μαθηματικός στα ρουμανικά - matematician, matematicianul, matematicianului, mathematician
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: elev, școlăriță, scolarita, elevă, Schoolgirl, de scolarita
Μεταφράσεις: elev, școlăriță, scolarita, elevă, Schoolgirl, de scolarita