Νοικοκύρης στα εσθονικά

Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maaomanik, üürileandja, kodune, koduperenaine, oli kodune, koduhoidja
Νοικοκύρης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης

γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας εσθονικά, νοικοκύρης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • νοικάρης στα εσθονικά - üürnik, asukas, toaüürnik, üüriline
  • νοικιάζω στα εσθονικά - laenutama, üürima, palkama, rent, üüri, rendiks, üür, ...
  • νομίζω στα εσθονικά - mõtlema, arvate, arvan
  • νομιμότητα στα εσθονικά - õigusjärgsus, seaduslikkus, seaduslikkuse, õiguspärasuse, seaduslikkust, õiguspärasust
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: maaomanik, üürileandja, kodune, koduperenaine, oli kodune, koduhoidja