Νοικοκύρης στα ουκρανικά
Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прісноводний, домогосподарка, домохозяйка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης
γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νοικοκύρης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- νοικάρης στα ουκρανικά - найняти, орендувати, наймачі, орендар, наймати, постоялець, пожилець, ...
- νοικιάζω στα ουκρανικά - найняти, наймання, оренда, наймати, орендувати, Аренда, прокат, ...
- νομίζω στα ουκρανικά - знаходити, зчитати, гадати, подумати, находити, думати
- νομιμότητα στα ουκρανικά - законність, законності
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прісноводний, домогосподарка, домохозяйка
Μεταφράσεις: прісноводний, домогосподарка, домохозяйка