Νοικοκύρης στα δανικά

Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vært, husmor, hjemmegående, homemaker, hjemmearbejdende
Νοικοκύρης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης

γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας δανικά, νοικοκύρης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νοικάρης στα δανικά - Roomer
  • νοικιάζω στα δανικά - hyre, leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
  • νομίζω στα δανικά - mene, tænke, tror, mener, synes
  • νομιμότητα στα δανικά - lovlighed, lovligheden, lovlige, lovlig, legalitet
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vært, husmor, hjemmegående, homemaker, hjemmearbejdende