Νοικοκύρης στα ιταλικά
Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
casalinga, homemaker, massaia, casalinghe, la casalinga
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης
γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας ιταλικά, νοικοκύρης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- νοικάρης στα ιταλικά - affittuario, noleggiatore, inquilino, Roomer, pensionante, abitante
- νοικιάζω στα ιταλικά - affitto, assumere, noleggio, affittare, nolo, in affitto, noleggiare
- νομίζω στα ιταλικά - ritenere, pensare, presupporre, riflettere, pensare a, pensare che, pensarci
- νομιμότητα στα ιταλικά - legittimità, legalità, la legalità, liceità, della legalità
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: casalinga, homemaker, massaia, casalinghe, la casalinga
Μεταφράσεις: casalinga, homemaker, massaia, casalinghe, la casalinga