Νοικοκύρης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dona de casa, dona, homemaker, do homemaker, do lar
Νοικοκύρης στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης

γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, νοικοκύρης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • νοικάρης στα πορτογαλικά - locatário, inquilino, locatório sem pensão, Roomer, pensionista
  • νοικιάζω στα πορτογαλικά - quadril, alugar, fretar, aluguel, renda, arrendar, aluguer
  • νομίζω στα πορτογαλικά - opinar, julgar, coisas, supor, ver, pensar, pense, ...
  • νομιμότητα στα πορτογαλικά - legalidade, a legalidade, da legalidade, de legalidade
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dona de casa, dona, homemaker, do homemaker, do lar