Νοικοκύρης στα λιθουανικά
Μετάφραση: νοικοκύρης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
namų šeimininkės, puoselėtoja, Mokinys, Namų šeimininkas, homemaker
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νοικοκύρης
γιώργος νοικοκύρης, νοικοκύρης ετυμολογία, ο νοικοκύρης, νοικοκύρης δερματολόγος, νοικοκύρης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νοικοκύρης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- νοικάρης στα λιθουανικά - nuomininkas, Iemītnieks, kambario gyventojas
- νοικιάζω στα λιθουανικά - nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą
- νομίζω στα λιθουανικά - galvoti, manote, manau, galvoja
- νομιμότητα στα λιθουανικά - teisėtumas, teisėtumą, teisėtumo, teisėtumui, teisėtumu
Τυχαίες λέξεις
Νοικοκύρης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: namų šeimininkės, puoselėtoja, Mokinys, Namų šeimininkas, homemaker
Μεταφράσεις: namų šeimininkės, puoselėtoja, Mokinys, Namų šeimininkas, homemaker