Ντύνομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõivastus, kleit, riietuma, kleidi üles, dress up, Kaunistella, riietuda
Ντύνομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, ντύνομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα εσθονικά - sünnipärane, pärismaine, pärismaalane, pärit, emakeelena, natiivse, native, ...
  • ντόρος στα εσθονικά - tüli, sahmerdamine, tegevus, sumisema, põrin, buzz, Buzzi, ...
  • ντύνω στα εσθονικά - kleit, rõivastus, riietuma, riietama, riietada, riietanud, riietan, ...
  • ντύσιμο στα εσθονικά - kaste, sidemega, apretiga, korrastamist, kastmega
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rõivastus, kleit, riietuma, kleidi üles, dress up, Kaunistella, riietuda