Ντύνομαι στα ισπανικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vestido, traje, vestir, disfrazarse, vestirse, vestir a, vestir para arriba
Ντύνομαι στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας ισπανικά, ντύνομαι στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα ισπανικά - aborigen, natal, indígena, patrio, nativo, nativa, nativos, ...
  • ντόρος στα ισπανικά - ruido, bullicio, zumbido, buzz, rumores, rumor
  • ντύνω στα ισπανικά - traje, vestir, vestido, vestirse, vestir a, vestirá, revestir
  • ντύσιμο στα ισπανικά - decoración, atavío, ataviar, aderezo, vendaje, aliño, vestidor, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: vestido, traje, vestir, disfrazarse, vestirse, vestir a, vestir para arriba