Ντύνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embandeirar, sonhar, vestir, sonho, vestido, fantasiar-se, vestir acima
Ντύνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ντύνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα πορτογαλικά - autóctone, aborígene, indígena, nativo, nacionalizar, nativa, natal, ...
  • ντόρος στα πορτογαλικά - ruído, zumbido, burburinho, agitação, Google Buzz, o Buzz
  • ντύνω στα πορτογαλικά - sonhar, vestido, vestir, embandeirar, sonho, revestir, vesti, ...
  • ντύσιμο στα πορτογαλικά - curativo, molho, vestir, de vestir, penteadeira
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: embandeirar, sonhar, vestir, sonho, vestido, fantasiar-se, vestir acima