Ντύνομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kläda, klänning, dräkt, kläder, klä upp, dress up, klär upp, piffa upp, klä ut sig
Ντύνομαι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, ντύνομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα σουηδικά - inhemsk, inföding, infödd, nativ, nativt, nativa, infödda
  • ντόρος στα σουηδικά - surr, telefon, telefonen, buzz, pulsen
  • ντύνω στα σουηδικά - kläder, kläda, klänning, dräkt, klä, bekläda, klär
  • ντύσιμο στα σουηδικά - salladsdressing, dressing, förband, förbandet, toalett
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kläda, klänning, dräkt, kläder, klä upp, dress up, klär upp, piffa upp, klä ut sig