Ντύνομαι στα κροατικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
haljina, ravnati, prerušiti se, prerušiti, dress up, dotjerati
Ντύνομαι στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, ντύνομαι στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα κροατικά - urođenik, mjesni, prirođen, čist, urođen, domaći, domorodac, ...
  • ντόρος στα κροατικά - buka, prepreka, vika, užurbanost, graja, teškoća, vijesti, ...
  • ντύνω στα κροατικά - haljina, oblačiti, odijeva, odijevati, odijevate, odjenuti
  • ντύσιμο στα κροατικά - odjeća, oblačiti, kititi, ukras, nošnja, preljev, dressing, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: haljina, ravnati, prerušiti se, prerušiti, dress up, dotjerati