Ντύνομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obleči, strojit, obleko gor, oblačenja up, Nagizdati, obleko
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντύνομαι
ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ντύνομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ντόπιος στα σλοβενικά - domorodec, materni, avtohtone, rojen, izvirnega, rodu
- ντόρος στα σλοβενικά - buzz, iskrica
- ντύνω στα σλοβενικά - obleči, strojit, oblekli, obleko, oblači, oblačite, oblačim
- ντύσιμο στα σλοβενικά - dressing, preliv, oblačenje, jutranje, oblačenju
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: obleči, strojit, obleko gor, oblačenja up, Nagizdati, obleko
Μεταφράσεις: obleči, strojit, obleko gor, oblačenja up, Nagizdati, obleko