Στρατολογώ στα εσθονικά
Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värbama, ametisse seadma, Määrab
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, στρατολογώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- στρατιώτης στα εσθονικά - sõdur, sõduri, sõdurit, sõjaväelane
- στρατολογία στα εσθονικά - sõjaväekohustus, väeteenistusse võtmine, väeteenistusse, sundvärbamine, kutsumist, ajateenistus
- στρατολόγηση στα εσθονικά - värbamine, töölevõtmise, värbamise, värbamist, töölevõtmisel
- στρατός στα εσθονικά - sõjavägi, armee, sõjaväe, sõjaväes, sõjaväge
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värbama, ametisse seadma, Määrab
Μεταφράσεις: värbama, ametisse seadma, Määrab