Στρατολογώ στα ιταλικά
Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recluta, reclutare, insediare, induct, all'investitura, all'investitura di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, στρατολογώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- στρατιώτης στα ιταλικά - soldato, militare, soldier, soldati
- στρατολογία στα ιταλικά - coscrizione, leva, la coscrizione, arruolamento, leva obbligatoria
- στρατολόγηση στα ιταλικά - reclutamento, assunzione, assunzioni, di reclutamento, di assunzione
- στρατός στα ιταλικά - armata, esercito, dell'esercito, militare, nell'esercito
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: recluta, reclutare, insediare, induct, all'investitura, all'investitura di
Μεταφράσεις: recluta, reclutare, insediare, induct, all'investitura, all'investitura di