Στρατολογώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rekruut, inwijden, introduceren, wijden, te wijden, induct
Στρατολογώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατολογώ

στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρατολογώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στρατιώτης στα ολλανδικά - soldaat, militair, soldier, soldaten, krijgsman
  • στρατολογία στα ολλανδικά - dienstplicht, de dienstplicht, conscriptie, inlijving, ronseling
  • στρατολόγηση στα ολλανδικά - aanwerving, werving, recrutering, rekrutering, recruitment
  • στρατός στα ολλανδικά - heerschaar, troepenmacht, weermacht, legermacht, leger, Army, het Leger, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rekruut, inwijden, introduceren, wijden, te wijden, induct