Στρατολογώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводзіць, уводзіць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στρατολογώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στρατιώτης στα λευκορωσικά - салдат, салдатаў, жаўнераў
- στρατολογία στα λευκορωσικά - прызыў на, прызы ¢ на
- στρατολόγηση στα λευκορωσικά - набор
- στρατός στα λευκορωσικά - армія, войска
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўводзіць, уводзіць
Μεταφράσεις: ўводзіць, уводзіць