Τοκογλύφος στα εσθονικά
Μετάφραση: τοκογλύφος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigkasuvõtja, kasuvõtja, Koronkiskuri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τοκογλύφος
ο τοκογλύφος, τοκογλύφοσ μετάφραση στα αγγλικά, τοκογλύφος ετυμολογία, μακρυγιάννης τοκογλύφος, τοκογλύφος στα αγγλικά, τοκογλύφος λεξικό γλώσσας εσθονικά, τοκογλύφος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- τοιχογραφία στα εσθονικά - fresko, pannoo, seinamaaling, Müüri, seinamaali, mural
- τοκετός στα εσθονικά - sünnitamine, sünnitus, sünnitust, sünnituse, sünnitusega, sünnitusel
- τολμηρός στα εσθονικά - ettevõtlik, seiklushimuline, pealehakkav, bravuurne, esinduslik, hoogsa, dashing, ...
- τολμώ στα εσθονικά - riskimine, söandama, julgustükk, julgema, julge, julgevad, julgenud, ...
Τυχαίες λέξεις
Τοκογλύφος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: liigkasuvõtja, kasuvõtja, Koronkiskuri
Μεταφράσεις: liigkasuvõtja, kasuvõtja, Koronkiskuri