Ένοικος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leigjandi, leigjanda, leigjandinn, leigjanda er, að leigjandi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ένοικος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα ισλανδικά - ég, I, sem ég, að ég
- έννοια στα ισλανδικά - sem þýðir, þýðir, þýðir að, sem þýðir að, merkingu
- ένορκος στα ισλανδικά - juror
- ένοχος στα ισλανδικά - sekur, sekir, sektarkennd, gerst sekur, sektar
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leigjandi, leigjanda, leigjandinn, leigjanda er, að leigjandi
Μεταφράσεις: leigjandi, leigjanda, leigjandinn, leigjanda er, að leigjandi