Ένοικος στα ιταλικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ένοικος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα ιταλικά - feltro, sentivo, sentii, mi sentivo, ho sentito, mi sono sentito
- έννοια στα ιταλικά - affannare, fastidio, senso, cruccio, inquietare, preoccupazione, significato, ...
- ένορκος στα ιταλικά - giurato, giuria, juror, giurati, giurata
- ένοχος στα ιταλικά - colpevole, reo, delinquente, colpevoli, colpa, in colpa, colpevolezza
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant
Μεταφράσεις: affittuario, noleggiatore, inquilino, locatario, conduttore, tenant