Ένοικος στα τούρκικα

Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kiracı, kiracının, kiracısı, bir kiracı, tenant
Ένοικος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένοικος

ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ένοικος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ένιωθα στα τούρκικα - keçe, Ben, I, ı, bir
  • έννοια στα τούρκικα - endişe, kaygı, üzüntü, anlam, tasa, anlamı, anlamına, ...
  • ένορκος στα τούρκικα - jüri üyesi, jüri, juror, jüri üyesiysem, jüri üyelerinden
  • ένοχος στα τούρκικα - suçlu, suçluluk, suçsuz, suçu, suçunu
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kiracı, kiracının, kiracısı, bir kiracı, tenant