Ένοικος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bérlő, bérlői, bérlője, bérlo, a bérlő
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ένοικος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα ουγγρικά - nemez, filc, éreztem, úgy éreztem, éreztem magam
- έννοια στα ουγγρικά - nyugtalankodás, szándékú, jelentés, jelenti, azaz, vagyis, jelentése
- ένορκος στα ουγγρικά - esküdt, zsűritag, esküdtet, zsűritagja
- ένοχος στα ουγγρικά - tettes, bűnös, bűnösnek, vétkes, bűnösök, vétkesek
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bérlő, bérlői, bérlője, bérlo, a bérlő
Μεταφράσεις: bérlő, bérlői, bérlője, bérlo, a bérlő