Ένοικος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
locatário, inquilino, arrendatário, tenant, inquilinos
Ένοικος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένοικος

ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένοικος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ένιωθα στα πορτογαλικά - feltro, senti-me, eu me senti, eu senti, eu me sentia, eu sentia
  • έννοια στα πορτογαλικά - preocupação, afligir, ziguezaguear, desgastado, conceito, entender, preocupar, ...
  • ένορκος στα πορτογαλικά - jurado, jurada, jurados, júri, juror
  • ένοχος στα πορτογαλικά - culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: locatário, inquilino, arrendatário, tenant, inquilinos