Ένοικος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наймати, наймачі, орендувати, орендар, найняти, орендатор
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένοικος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα ουκρανικά - фетр, повсть, фетровий, Я
- έννοια στα ουκρανικά - настирливий, жаднюга, неспокійний, набридлий, набридливий, поняття, уявлення, ...
- ένορκος στα ουκρανικά - присяжний, присяжного
- ένοχος στα ουκρανικά - кривдник, злочинець, винен, злочинний, винний, правопорушник, образник, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наймати, наймачі, орендувати, орендар, найняти, орендатор
Μεταφράσεις: наймати, наймачі, орендувати, орендар, найняти, орендатор