Ένοικος στα νορβηγικά
Μετάφραση: ένοικος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leieboer, leietaker, leieren, leiet, leier, leietakeren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοικος
ένοικος εξάρχεια, μπαρ ένοικος, ένοικος ετυμολογία, ένοικος μετάφραση, ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ένοικος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ένιωθα στα νορβηγικά - filt, jeg følte, jeg følte meg, følte jeg, følte, jeg følte at
- έννοια στα νορβηγικά - mening, plage, betydning, bekymring, engstelse, som betyr, betyr, ...
- ένορκος στα νορβηγικά - jurymedlem, juror, av jurymedlemmene, jurymedlemmene
- ένοχος στα νορβηγικά - lovovertreder, skyldig, skyldige, seg skyldig, skyld, dårlig samvittighet
Τυχαίες λέξεις
Ένοικος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: leieboer, leietaker, leieren, leiet, leier, leietakeren
Μεταφράσεις: leieboer, leietaker, leieren, leiet, leier, leietakeren