Βεβηλώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βεβηλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saurga, saurgar, vanhelga, saurgið, ekki saurga
Βεβηλώνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβηλώνω

βεβηλώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βεβηλώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βεβαιώνομαι στα ισλανδικά - ég, I, sem ég, að ég
  • βεβαιώνω στα ισλανδικά - fullyrða, votta, sannreynt, staðfesta, staðfesti, að votta
  • βεζίρης στα ισλανδικά - vizier
  • βελάζω στα ισλανδικά - jarma, bleat
Τυχαίες λέξεις
Βεβηλώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: saurga, saurgar, vanhelga, saurgið, ekki saurga