Βεβηλώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: βεβηλώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kirletmek, kirletmediler, sıra halinde yürümek, dar geçit, darboğaz
Βεβηλώνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβηλώνω

βεβηλώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βεβηλώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βεβαιώνομαι στα τούρκικα - sağlamak, sağlamlaştırmak, Ben, I, ı, bir
  • βεβαιώνω στα τούρκικα - sağlamlaştırmak, sağlamak, onaylamak, tasdik, belgelemek, onaylarım, belgelendirmek
  • βεζίρης στα τούρκικα - vezir, veziri, bir vezir, vezirine
  • βελάζω στα τούρκικα - meleme, bleat, cılız bir sesle konuşmak, melemek
Τυχαίες λέξεις
Βεβηλώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kirletmek, kirletmediler, sıra halinde yürümek, dar geçit, darboğaz