Βεβηλώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: βεβηλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išniekinti, dergti, apibjaurinti, bjaurinti, apdergti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβηλώνω
βεβηλώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βεβηλώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βεβαιώνομαι στα λιθουανικά - Aš, I, man, Turiu
- βεβαιώνω στα λιθουανικά - tikrinti, paliudyti, patvirtinti, patvirtina, patvirtinu
- βεζίρης στα λιθουανικά - viziris, vizier
- βελάζω στα λιθουανικά - bliauti, birbti, Beczenie, bliovimas, bliūti
Τυχαίες λέξεις
Βεβηλώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išniekinti, dergti, apibjaurinti, bjaurinti, apdergti
Μεταφράσεις: išniekinti, dergti, apibjaurinti, bjaurinti, apdergti