Διακανονισμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: διακανονισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirkomulag, uppgjör, byggð, uppgjöri, sátt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακανονισμός
διακανονισμός τσμεδε 2014, διακανονισμός ευδαπ, διακανονισμός εφορία, διακανονισμός οαεε, διακανονισμός δεη, διακανονισμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διακανονισμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαιτητεύω στα ισλανδικά - útkljáð, greitt úr
- διαιτολόγιο στα ισλανδικά - mataræði, fæði, megrunarkúr, fæðu, með mataræði
- διακεκριμένος στα ισλανδικά - áberandi
- διακηρύσσω στα ισλανδικά - meðganga, Logi, Blaze, blesa
Τυχαίες λέξεις
Διακανονισμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fyrirkomulag, uppgjör, byggð, uppgjöri, sátt
Μεταφράσεις: fyrirkomulag, uppgjör, byggð, uppgjöri, sátt