Διακανονισμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διακανονισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
организация, селище, заселване, уреждане, сетълмент, сетълмента
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακανονισμός
διακανονισμός τσμεδε 2014, διακανονισμός ευδαπ, διακανονισμός εφορία, διακανονισμός οαεε, διακανονισμός δεη, διακανονισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διακανονισμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαιτητεύω στα βουλγαρικά - предавам на арбитраж, арбитър при, бъде арбитър, бъде арбитър при, арбитрира
- διαιτολόγιο στα βουλγαρικά - диета, диетата, хранене, хранителен режим
- διακεκριμένος στα βουλγαρικά - виден, изтъкнат, видно, важна, известен
- διακηρύσσω στα βουλγαρικά - признават, пламък, пожар, блясък, Blaze, Блейз
Τυχαίες λέξεις
Διακανονισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: организация, селище, заселване, уреждане, сетълмент, сетълмента
Μεταφράσεις: организация, селище, заселване, уреждане, сетълмент, сетълмента