Εκλεκτός στα ισλανδικά
Μετάφραση: εκλεκτός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjör, valið, valin, valinn, valdir, kosið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλεκτός
εκλεκτός στα αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμα, jacobs εκλεκτός, εκλεκτός αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμο, εκλεκτός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εκλεκτός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εκλειπτική στα ισλανδικά - Vetrarbrautir, Sólbaugur
- εκλεκτικός στα ισλανδικά - sértækur, sérhæfðir, sértækt, sértæka, sértæk
- εκλεπτυσμένος στα ισλανδικά - fínn, háþróuð, háþróaður, háþróaðri, flóknari, háþróuðu
- εκλιπαρώ στα ισλανδικά - sárþarfnast, löngun, sterka löngun, löngun í, þráum
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kjör, valið, valin, valinn, valdir, kosið
Μεταφράσεις: kjör, valið, valin, valinn, valdir, kosið