Εκλεκτός στα δανικά

Μετάφραση: εκλεκτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt
Εκλεκτός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκλεκτός

εκλεκτός στα αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμα, jacobs εκλεκτός, εκλεκτός αγγλικά, εκλεκτός συνώνυμο, εκλεκτός λεξικό γλώσσας δανικά, εκλεκτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκλειπτική στα δανικά - ekliptika, ecliptic, ekliptiske, eklipse
  • εκλεκτικός στα δανικά - selektiv, selektive, selektivt, en selektiv
  • εκλεπτυσμένος στα δανικά - elegant, sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret
  • εκλιπαρώ στα δανικά - tørster, beder, beder om, higer, higer efter
Τυχαίες λέξεις
Εκλεκτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: valg, valgt, valgte, vælges, udvalgt, er valgt