Επιδόρπιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιδόρπιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδόρπιο
επιδόρπιο με γιαούρτι, επιδόρπιο ζαχαροπλαστείο, επιδόρπιο γιαουρτιού θερμίδες, επιδόρπιο γιαουρτιού ή γιαούρτι, επιδόρπιο ζαχαροπλαστείο λευκωσία, επιδόρπιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιδόρπιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιδοτώ στα ισλανδικά - niðurgreiða, að niðurgreiða, greiða niður, niðurgreiði, þess að niðurgreiða
- επιδρομή στα ισλανδικά - áhlaup, sókn, árás, ásækja, Raid
- επιδότηση στα ισλανδικά - niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
- επιείκεια στα ισλανδικά - eftirlátssemina
Τυχαίες λέξεις
Επιδόρπιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt
Μεταφράσεις: eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt