Επιδόρπιο στα ιταλικά
Μετάφραση: επιδόρπιο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dessert, dolce, dessert dolce, da dessert, dolci
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδόρπιο
επιδόρπιο με γιαούρτι, επιδόρπιο ζαχαροπλαστείο, επιδόρπιο γιαουρτιού θερμίδες, επιδόρπιο γιαουρτιού ή γιαούρτι, επιδόρπιο ζαχαροπλαστείο λευκωσία, επιδόρπιο λεξικό γλώσσας ιταλικά, επιδόρπιο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- επιδοτώ στα ιταλικά - sovvenzionare, sovvenzioni, finanziare, sussidiare, sovvenzionare le
- επιδρομή στα ιταλικά - assalire, incursione, accesso, attacco, assalto, scorribanda, razzia, ...
- επιδότηση στα ιταλικά - sussidio, sovvenzione, sovvenzioni, contributo, di sovvenzione
- επιείκεια στα ιταλικά - misericordia, indulgenza, l'indulgenza, indulgence, compiacenza, appagamento
Τυχαίες λέξεις
Επιδόρπιο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: dessert, dolce, dessert dolce, da dessert, dolci
Μεταφράσεις: dessert, dolce, dessert dolce, da dessert, dolci