Πιστοποιητικό στα ισλανδικά
Μετάφραση: πιστοποιητικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vottorð, vottorðið, skírteini, skírteinið, skilríki
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστοποιητικό
πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πιστοποιητικό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πισινός στα ισλανδικά - rassinn, skaft, Butt, rassinn á, dýrka
- πιστεύω στα ισλανδικά - halda, trúa, telja, tel, teljum, trúi
- πιστοποιώ στα ισλανδικά - votta, sannreynt, staðfesta, staðfesti, að votta
- πιστωτής στα ισλανδικά - lánardrottinn, kröfuhafi, kröfuhafa, lánveitandi, kröfuhafi er
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιητικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vottorð, vottorðið, skírteini, skírteinið, skilríki
Μεταφράσεις: vottorð, vottorðið, skírteini, skírteinið, skilríki