Πιστοποιητικό στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πιστοποιητικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сертыфікат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιστοποιητικό
πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πιστοποιητικό στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πισινός στα λευκορωσικά - абрабiць, адзаду, прыклад, прыклад ад
- πιστεύω στα λευκορωσικά - верыць, паверыць
- πιστοποιώ στα λευκορωσικά - сертыфікаваць
- πιστωτής στα λευκορωσικά - крэдытор, крэдытора, крэдыторам
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιητικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сертыфікат
Μεταφράσεις: сертыфікат