Πιστοποιητικό στα φινλανδικά

Μετάφραση: πιστοποιητικό, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suositus, todistus, diplomi, arvopaperi, varmistusmenettely, todistuksen, todistusta, varmenteen, todistuksessa
Πιστοποιητικό στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστοποιητικό

πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πιστοποιητικό στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πισινός στα φινλανδικά - kasvattaa, ääri, perukka, selkäpii, nostaa, taaempi, pusku, ...
  • πιστεύω στα φινλανδικά - ajatella, arvella, luulla, uskoa, uskovat, sitä mieltä
  • πιστοποιώ στα φινλανδικά - väittää, laillistaa, todentaa, sanoa, todistaa, vannoa, varmentaa, ...
  • πιστωτής στα φινλανδικά - velkoja, saamamies, luotonantaja, velkojan, luotonantajan, velkojalle
Τυχαίες λέξεις
Πιστοποιητικό στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: suositus, todistus, diplomi, arvopaperi, varmistusmenettely, todistuksen, todistusta, varmenteen, todistuksessa