Συνεισφέρω στα ισλανδικά

Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stuðla, stuðlað, leggja sitt af mörkum, leggja, þátt
Συνεισφέρω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω

συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνεισφέρω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνεδρίαση στα ισλανδικά - fundi, fundur, fundar-, hitta, fund
  • συνειδητά στα ισλανδικά - meðvitað, meðvitað að, meðvitaður, vísvitandi, meðvitað til
  • συνεισφορά στα ισλανδικά - framlag, framlagi, iðgjald, mörkum, framlags
  • συνενώνω στα ισλανδικά - samsteypa, samstæðan, samsteypan
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stuðla, stuðlað, leggja sitt af mörkum, leggja, þátt