Συνεισφέρω στα σλοβενικά
Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prispevati, prispevajo, prispeva, prispevali, prispevala
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω
συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, συνεισφέρω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- συνεδρίαση στα σλοβενικά - srečanja, ki so se sestali, izpolnjevanju, sestali, so se sestali
- συνειδητά στα σλοβενικά - zavedno, zavestno, se zavestno
- συνεισφορά στα σλοβενικά - prinos, prispevek, prispevka, prispevki
- συνενώνω στα σλοβενικά - spojit, konglomerat, konglomerata, konglomeratu, konglomeratna
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: prispevati, prispevajo, prispeva, prispevali, prispevala
Μεταφράσεις: prispevati, prispevajo, prispeva, prispevali, prispevala