Συνεισφέρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijdragen, dragen, bijdrage leveren, te dragen, dragen bij
Συνεισφέρω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω

συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνεισφέρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνεδρίαση στα ολλανδικά - vergadering, meeting, ontmoeting, bijeenkomst, vergader-
  • συνειδητά στα ολλανδικά - bewust, bewust voor, bewust te, bewuste, bewuster
  • συνεισφορά στα ολλανδικά - schenking, gift, bijdrage, donatie, bijdrage toe, bijdrage van, bijdragen
  • συνενώνω στα ολλανδικά - bijeenbrengen, paren, samenvoegen, vastbinden, aaneenvoegen, samenbrengen, verbinden, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijdragen, dragen, bijdrage leveren, te dragen, dragen bij