Συνεισφέρω στα σουηδικά
Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medverka, bidra, bidrar, att bidra, bidra till, bidra med
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω
συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνεισφέρω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συνεδρίαση στα σουηδικά - möte, träffa, konferens, uppfylla, möta
- συνειδητά στα σουηδικά - medvetet, att medvetet, medveten, målmedvetet, medvetna
- συνεισφορά στα σουηδικά - insats, bidrag, bidraget, bidra, stöd, bidrar
- συνενώνω στα σουηδικά - koppla, foga, ena, förena, skarv, anknyta, konglomerat, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: medverka, bidra, bidrar, att bidra, bidra till, bidra med
Μεταφράσεις: medverka, bidra, bidrar, att bidra, bidra till, bidra med