Συνεισφέρω στα φινλανδικά

Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarjota, edistää, myötävaikuttaa, edistävät, osaltaan, osallistua
Συνεισφέρω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω

συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνεισφέρω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνεδρίαση στα φινλανδικά - istuva, kokous, kokous-, täyttävät, kokoontuneiden, jotka täyttävät
  • συνειδητά στα φινλανδικά - tietoisesti, tietoisemmin
  • συνεισφορά στα φινλανδικά - lahjoitus, panos, lahja, avustus, osuus, Osallistuminen, rahoitusosuus, ...
  • συνενώνω στα φινλανδικά - liittää, sitoa, yhdistyä, solmia, yhdentyä, yhtyä, eheyttää, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tarjota, edistää, myötävaikuttaa, edistävät, osaltaan, osallistua