Συνεισφέρω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνεισφέρω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bendradarbiauti, prisidėti, padėti, prisideda, prisidės, padeda
Συνεισφέρω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεισφέρω

συνεισφέρω προστακτική, συνεισφέρω συνώνυμα, συνεισφέρω translate, συνεισφορά συνώνυμα, συνεισφέρω κλιση, συνεισφέρω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνεισφέρω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνεδρίαση στα λιθουανικά - posėdis, susitikimas, atitinka, patenkinti, susitikimų
  • συνειδητά στα λιθουανικά - sąmoningai
  • συνεισφορά στα λιθουανικά - dovana, auka, įnašas, įmoka, indėlis, įnašą, indėlį
  • συνενώνω στα λιθουανικά - konglomeratas, konglomerato, konglomeratui, konglomeratą
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφέρω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bendradarbiauti, prisidėti, padėti, prisideda, prisidės, padeda