Συνομιλητής στα ισλανδικά

Μετάφραση: συνομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
interlocutor
Συνομιλητής στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνομιλητής

συνομιλητής translate, συνομιλητής συνώνυμο, συνομιλητής συνώνυμα, συνομιλητής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνομιλητής στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνολικός στα ισλανδικά - alls, Heildarkostnaður
  • συνομιλία στα ισλανδικά - samtal, viðtal, Samtalið, samtali, Samtalinu, samræður
  • συνομιλώ στα ισλανδικά - tala, talað, tal, að tala, tal-
  • συνομοσπονδία στα ισλανδικά - Samtök, Samtaka, Samband, bandalag, Samtökum
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλητής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: interlocutor