Συνομιλητής στα σουηδικά

Μετάφραση: συνομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtalspartner, samtals, motpart, samtalspartnern, partner
Συνομιλητής στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνομιλητής

συνομιλητής translate, συνομιλητής συνώνυμο, συνομιλητής συνώνυμα, συνομιλητής λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνομιλητής στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • συνολικός στα σουηδικά - allmän, total, generell, hel, totalt, totala, sammanlagda, ...
  • συνομιλία στα σουηδικά - samtal, konversation, samtalet, konversationen, konversations
  • συνομιλώ στα σουηδικά - samtala, talk, diskussion, prata
  • συνομοσπονδία στα σουηδικά - konfederation, confederation, edsförbundet, edsförbundets, konfederationen
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλητής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: samtalspartner, samtals, motpart, samtalspartnern, partner