Συνομιλητής στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συνομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суразмоўца, субяседнік, крыніца
Συνομιλητής στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνομιλητής

συνομιλητής translate, συνομιλητής συνώνυμο, συνομιλητής συνώνυμα, συνομιλητής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνομιλητής στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συνολικός στα λευκορωσικά - агульны, агульную, агульная
  • συνομιλία στα λευκορωσικά - размова, размову, гутарка, гутарку, гаворка
  • συνομιλώ στα λευκορωσικά - гаварыць, размова, размову, гутарка, гутарку, гаворка
  • συνομοσπονδία στα λευκορωσικά - канфедэрацыя, канфэдэрацыя, канфедэрацыя ні
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλητής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: суразмоўца, субяседнік, крыніца