Συνομιλητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνομιλητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бесіди, співрозмовник, співбесідник
Συνομιλητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνομιλητής

συνομιλητής translate, συνομιλητής συνώνυμο, συνομιλητής συνώνυμα, συνομιλητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνομιλητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνολικός στα ουκρανικά - всюди, спільний, загальний, спільну, Загальна, загального
  • συνομιλία στα ουκρανικά - бесіда, розмова, розмову, розмови
  • συνομιλώ στα ουκρανικά - перевернутий, спілкуватись, розмова, розмову, розмови
  • συνομοσπονδία στα ουκρανικά - конфедерація
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бесіди, співрозмовник, співбесідник